κεκαμμένας — κεκαμμένᾱς , κάπτω gulp down perf part mp fem acc pl κεκαμμένᾱς , κάπτω gulp down perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχμα — τὸ (Α ἔχμα) καθετί που συγκρατεί κάτι, το στήριγμα, το έρεισμα («ἔχματα πύργων», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. σιδερένιο τεμάχιο με κεκαμμένα και τα δύο αιχμηρά άκρα που χρησιμοποιείται κυρίως στους ξύλινους σκελετούς τών οικοδομών, για να συνδέσει δύο… … Dictionary of Greek
δαμαλίσκος — ο αφρικανική αντιλόπη με κέρατα κεκαμμένα προς τα πίσω … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
κορυνοβακτήριο — το γένος βακτηρίων που περιλαμβάνει θετικά κατά Gram βακτηρίδια και κοκκοβακτηρίδια, συχνά κεκαμμένα ή υπό μορφή αλτήρων, αυστηρώς αερόβια ή προαιρετικώς αναερόβια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. corynobacterium < coryno (πρβλ. κορύνη) +… … Dictionary of Greek
λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… … Dictionary of Greek
οκλάζω — (Α ὀκλάζω) 1. κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη, κάθομαι σε μαζεμένη στάση με λυγισμένα τα γόνατα και με το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. (ιδίως για ζώο, όπως άλογο ή βόδι) πέφτω στα γόνατα και στηρίζω το βάρος τού σώματός μου σε αυτά,… … Dictionary of Greek
οκλάξ — ὀκλάξ (Α) επίρρ. οκλαδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάζω* «κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη», αναλογικά προς τα επιρρ. σε –ξ (πρβλ. γνυ ξ, λα ξ)] … Dictionary of Greek
οκλάς — ὀκλάς, άδος, ἡ (Α) τα κεκαμμένα οπίσθια τού κορμού τού ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οκλάζω] … Dictionary of Greek
οκλαδιστί — ὀκλαδιστί (Α) επίρρ. (για τον βάτραχο) πηδώντας με κεκαμμένα τα σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάδις + επιρρμ. κατάλ. τι (πρβλ. μεγαλωσ τί)] … Dictionary of Greek